- τουρκολόγος
- ο, η, Νεπιστήμονας που μελετά τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα και την ιστορία τών Τούρκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -λόγος*. Η λ., στον πληθ. Τουρκολόγοι, μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
τουρκολογία — η, Ν [τουρκολόγος] η μελέτη τής γλώσσας, τών ηθών και εθίμων, καθώς και τής ιστορίας τών Τούρκων … Dictionary of Greek
Φόι, Καρλ — (1856 – 1907). Γερμανός ελληνιστής και τουρκολόγος. Έμαθε την τουρκική γλώσσα στην Κωνσταντινούπολη, όπου διετέλεσε ιδιωτικός δάσκαλος αρχοντικής ελληνικής οικογένειας. Χρημάτισε ακόμα καθηγητής της τουρκικής στο Σεμινάριο των Ανατολικών Γλωσσών… … Dictionary of Greek